ρητορική

ρητορική
η ораторское искусство, риторика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ρητορική" в других словарях:

  • ρητορική — Η τέχνη της ρητορείας στον προφορικό και γραπτό λόγο και, με ειδικότερη έννοια, η τέχνη της «πειθούς», την οποία εισήγαγαν οι σοφιστές. Άνθησε στην αρχαία Ελλάδα κατά τον 5o αι. π.X. με τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο, τον οποίο απαθανάτισε ο Πλάτων …   Dictionary of Greek

  • Ῥητορική τέχνη. — ῥητορική τέχνη. См. Риторика …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ῥητορικῇ — ῥητορικός oratorical fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορική — ῥητορικός oratorical fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Риторика — (ρητορική τέχνη) в первоначальном значении слова наука об ораторском искусстве, но впоследствии иногда понималась шире, как вообще теория прозы. Свое начало европейская Р. получает в Греции, в школах софистов, главной задачей которых было чисто… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ῥητορικῆι — ῥητορικῇ , ῥητορικός oratorical fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ …   Deutsch Wikipedia

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»